- περιθεωρώ
- -έω, Α1. παρατηρώ από όλες τις μεριές κάτι2. ερμηνεύω κάνοντας αναφορά σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιθεώρησις — ήσεως ἡ, Α [περιθεωρώ] προσεκτική, λεπτομερής εξέταση … Dictionary of Greek
περιθώριο — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 940 μ.), στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., … κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας … Dictionary of Greek